Ιερός Ναός
Αγίου Δημητρίου των Όπλων
Αναγνώσται
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
Κεντρικὸν ἄξονα τῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς καὶ παραδόσεως τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ θεία λατρεία. Ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἐντὸς τοῦ Ἱ. Ναοῦ, ἡ κοινωνία του μετὰ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἔκφρασις τῆς κοινῆς λατρείας\καὶ προσευχῆς ὡς καὶ ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τῶν ὑπολοίπων ἀκολουθιῶν τυγχάνουν σημαντικότεραι τοῦ κηρύγματος, τῆς φιλανθρωπικῆς δράσεως, τῆς διδασκαλίας καὶ κατηχήσεως, ἕτι δὲ καὶ τῆς κατὰ μόνας προσευχῆς.
Ὡς γνωστόν, τὸ μέρος τοῦτο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπερ καλεῖται θεία λατρεία, θὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐπιτελεσθῇ ἄνευ τῆς συμμετοχῆς καὶ ὑπευθύνου διακονίας τῶν Ἀναγνωστῶν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον συνοδεύεται ὑπὸ σημαντικῶν, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, ὑποχρεώσεων.
Ὡς εἴθισται, ὁ βαθμὸς τοῦ Ἀναγνώστου ἀποτελεῖ, διὰ τοὺς νέους, προπαρασκευαστικὸν στάδιον διὰ τὴν εἰσδοχήν των εἰς τὸν ἱερὸν Κλῆρον, ὁ δὲ λόγος δημιουργίας τοῦ ἀξιώματος αὐτοῦ ἦτο ἡ ἀνάγκη ἀτόμων, τὰ ὁποῖα θὰ διέθεταν τὴν μορφωτικὴν κατάρτισιν διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἰερῶν κειμένων εὐκρινῶς πρὸς τὸ ἐκκλησιαστικὸν πλήρωμα.
Κατὰ τὴν πρωτοχριστιανικὴν περίοδον, ὁ Ἀναγνώστης ἐκφωνοῦσε καὶ τὸν Ἀπόστολον ἀλλὰ καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, ὅπως ἐπίσης καὶ πανηγυρικοὺς λόγους, ἐνῶ μέχρι καὶ τὸν Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον οἱ Ἀναγνῶσται, ὡς κατώτεροι Κληρικοί, ἀποκλείονταν καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ ἀνώτεροι, ἀπὸ τὴν στράτευσιν καὶ ἐπιστράτευσιν, ἐνῷ φοροῦσαν ὑποχρεωτικῶς ζωστικὸν (ἐσώρασον) γκρίζου χρώματος καὶ ἐξώρασον μέλαν, ὄχι μόνον ἐντός, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς τοῦ Ναοῦ εἰς τὰς δημοσίας ἐμφανίσεις των, καὶ ἔφεραν ὑποχρεωτικῶς ὑπογένειον. Τὰ ὡς ἄνω χαρακτηριστικὰ ἐξεχώριζαν τὸν Ἀναγνώστην ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, ἐνῷ ὁ διορισμὸς τῶν Ἀναγνωστῶν ἐτελεῖτο ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τὰς Ἐνορίας, ὥστε νὰ τελοῦν τὰ καθήκοντά των. Ἀκόμα καὶ σήμερα εἰς τὴν Ἑπτανησιακὴν διάλεκτον ὁ λαὸς προσφωνεῖ τὸν Ἀναγνώστην “abate”, τὸ ὁποῖον σημαίνει «ἡγούμενος», διότι εἰς τὶς Ἱερὲς Μονὲς ὁ προεστώς, τοὐτέστιν ὁ Ἡγούμενος, ἐκφωνεῖ τὰ ἀναγνώσματα.
Ἡ Ἐκκλησία μας, λοιπόν, θεωρεῖ τοὺς Ἀναγνῶστας ὡς κατωτέρους Κληρικούς. Διὸ καὶ τῆς ἀναλήψεως τῶν καθηκόντων των προηγεῖται ἡ εἰς Ἀναγνώστην χειροθεσία μετὰ τριχοκουρίας (Κανὼν ΛΓ΄ τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου, Πηδάλιον σ. 250‐1) καὶ κατὰ τὴν διακονίαν τους, ὅπως ὁ ἱερεὺς ἐνδύεται τὰ ἄμφια, κατ’ ἀναλογίαν οἱ Ἀναγνῶσται φοροῦν ἐξώρασον. Διὰ τοὺς λόγους αὐτούς, σᾶς νοιώθουμε ὡς ἀδελφοὺς, μὲ τοὺς ὁποίους μοιραζόμαστε τὴν κλῆσιν, τὴν ἱερωσύνην μας, τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας∙ σᾶς αἰσθανόμεθα ὡς συλλειτουργούς.
Συμφώνως τῷ Ἁγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης «ὁ Ἀναγνώστης τοίνυν προσάγεται τῷ ἀρχιερεῖ, μαρτυρηθεὶς εἶναι τοῦ ἁγνοῦ βίου καὶ ἄξιος ἀναγωγῆς ἱερᾶς καὶ τὰ ἱερὰ εἰδὼς γράμματα… Καὶ (ὁ ἱεράρχης) εὔχεται ἁγιασθῆναι τὸν τελειούμενον, ἐκλελεγμένον ὄντα αὐτῷ καὶ μετὰ πάσης σοφίας τε καὶ συνέσεως ποιεῖσθαι τὴν ἀνάγνωσίν τε καὶ μελέτην τῶν θείων λογίων» (Διάλογος κεφ. ρνθ΄). Ἡ παλαιὰ δὲ πρωτοχριστιανικὴ ἀντίληψις θέλει τὸν Ἀναγνώστην εἰς τὸν ρόλον τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὅπερ διατυπώνεται εἰς τὰς Διαταγὰς τοῦ Κλήμεντος Ρώμης ὡς ἑξῆς: «Ἀναγνώστης καθιστανέσθω πρῶτον δοκιμῇ δεδοκιμασμένος, μὴ γλωσσόκοπος, μὴ μέθυσος, μηδὲ γελωτολόγος∙ εὔτροπος, εὐπειθής, εὐγνώμων, ἐν ταῖς κυριακαῖς συνόδοις πρῶτος σύνδρομος, εὐήκοος, διηγηματικός, εἰδὼς ὅτι εὐαγγελιστοῦ τόπον ἐργάζεται» (Αἱ διὰ Κλήμεντος Ρώμης Διαταγαί, 2).
Συμφώνως πρὸς τὸν καθηγητὴν τῆς Λειτουργικῆς Ἰωάννην Φουντούλην (ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΝ, Εἰσαγωγικὸν σημείωμα ἔκδ. Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας Ἁγ. Ὄρους, 1996), «τὸ ἀναγινώσκειν καὶ ψάλλειν ἐπ’ ἐκκλησίαις δίδεται καὶ ἀσκεῖται ὡς χάρισμα, μάλιστα ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως, αὕτη γάρ ἐστι τάξις ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἁρμονία» (Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ 3,11).
Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρὸς Χριστόδουλος, εἰς τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 1/146/21.01.2002 Ἐγκύκλιόν του ἀναφέρει: «Ἡ δαψιλής χρήση στή θ. λατρεία ἀναγνωσμάτων ἐπέβαλε τήν ὕπαρξη ἰδίας τάξεως κατωτέρων κληρικῶν, πού ὀνομάζονται Ἀναγνῶστες. Αὐτοί ἀναγορεύονται στό ἀξίωμα αὐτό μέ τήν χειροθεσία πού τελεῖται ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, καί ἀποβλέπει στήν παροχή τῆς εὐλογίας καί τῆς ἀδείας πρός ἀνάγνωσιν στήν ἐκκλησία τῶν ἀναγνωσμάτων. Ὁ μέλλων νά χειροθετηθῇ εἰς Ἀναγνώστην ὀφείλει νά γνωρίζει τί ἔργον ἀναλαμβάνει καί πῶς πρέπει νά τό ἐπιτελέσει. Περί τούτου κάμνει λόγον ἡ εὐχή πού ἀναπέμπει πρός τόν Θεό ὁ Ἐπίσκοπος κατά τήν χειροθεσίαν Ἀναγνώστου: "Δός αὐτῷ τῶν θείων Σου λογίων τήν μελέτην καί τήν ἀνάγνωσιν ποιεῖσθαι, διαφυλάττων αὐτόν ἐν ἀμέμπτῳ πολιτείᾳ".
Κατ' ἀρχήν ἐκ τῆς εὐχῆς αὐτῆς συνάγεται ἕνα πρῶτο συμπέρασμα, ὅτι δηλ. εἶναι ἀντικανονική καί ἀντιεκκλησιαστική ἡ συνήθεια πού ἔχει καθιερωθῆ καί παρατηρεῖται στούς Ἱ. Ναούς μας, νά ἀνέρχονται δηλ. στό ἱεροψαλτικό Ἀναλόγιο διάφοροι ἄσχετοι ἄνθρωποι καί νά ἀναλαμβάνουν νά διαβάζουν αὐτοί τά ἀναγνώσματα, χωρίς νά ἔχουν λάβει προηγουμένως χειροθεσία ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν τους. Δεύτερο συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ἀνάγνωσις τῶν ἀναγνωσμάτων δέν ἐξαρτᾶται μόνον ἀπό τήν γραμματική ἱκανότητα τοῦ Ἀναγνώστου, ἀλλά εἶναι καί ζήτημα τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία ἱκανώνει τόν ἄνθρωπο νά μελετᾶ πρῶτα τά θεῖα λόγια καί στή συνέχεια νά τά ἀποδίδει γιά ὅλο τό λαό πού ἐκκλησιάζεται. Ἡ κατανόηση τῶν θείων λογίων δέν εἶναι τόσον ὑπόθεση μορφώσεως κατά κόσμον, ὅσο εἶναι ὑπόθεση τῆς θείας χάριτος. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔφθασαν στή θέωση καί στόν ἁγιασμό μέ πολύ πνευματικό ἀγῶνα, τόν ὁποῖον συνήθως περιγράφουν στά κείμενά των, καί ἀπέκτησαν ἀληθινή θεογνωσία χωρίς νά διαθέτουν περγαμηνές κοσμικῶν γνώσεων καί πτυχία Πανεπιστημίου. Ἐνῶ καί τά ἄλλα ἱερά κείμενα πού συνέταξαν "ὑπό θείου φερόμενοι Πνεύματος ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι" εἶναι καρπός τῆς θείας ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι` αὐτό λέμε ὅτι τά ἱερά κείμενα δέν εἶναι ἁπλά ἠθικολογικά κείμενα, πού μᾶς προτρέπουν νά γίνουμε ἁπλῶς καλοί καί χρήσιμοι ἄνθρωποι, ἀλλά εἶναι "ἡ ἄνωθεν σοφία" πού ἀπευθύνεται πρός ἐκείνους πού διαθέτουν καθαρές αἰσθήσεις γιά νά ἀντιληφθοῦν "τά μυστήρια τῆς βασιλείας" τά ὁποῖα ὁ Θεός ἔχει ἀποκρύψει "ἀπό σοφῶν καί συνετῶν" καί ἔχει ἀποκαλύψει στά κατά κόσμον νήπια. Δέν νοεῖται, μέ ἄλλα λόγια, νά ὑπάρχει ἀναγνώστης, πού ἀναλαμβάνει νά ἀποδώσει τά ἀναγνώσματα χωρίς προηγουμένως νά τά ἔχει ἐνστερνισθῆ κατά βάθος, μελετώντας τα "ἡμέρας καί νυκτός" ὡς θεῖα καί σωτήρια λόγια. Ὅπως καί δέν νοεῖται πιστός ἐκκλησιαζόμενος πού ζητεῖ νά κατανοήσει τήν σοφία τοῦ Θεοῦ χωρίς νά διαθέτει τά πνευματικά ἐκεῖνα αἰσθητήρια πού θά τόν καταστήσουν ἱκανό νά προσδεχθῆ αὐτήν τήν σοφία. Γιά τοῦτο τό λόγο καί πρίν ἀκούσουμε στήν Ἐκκλησία τό κατ` ἐξοχήν ἀνάγνωσμα, τό Εὐαγγέλιο, πού περιέχει τούς λόγους τοῦ Κυρίου, ὁ ἱερεύς ἀναπέμπει στό Θεό μιάν εἰδική εὐχή μέ τήν ὁποία παρακαλεῖ τόν Κύριο νά λάμψει μέσα στίς ψυχές τῶν πιστῶν "τό τῆς Αὐτοῦ Θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς" καί νά διανοίξει τούς πνευματικούς των ὀφθαλμούς "εἰς τήν τῶν Εὐαγγελικῶν Του Κηρυγμάτων κατανόησιν". Καί τρίτον ὁ Ἀναγνώστης ὀφείλει νά ζῆ βίον ἄμεμπτον, ὅπως αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους τούς κληρικούς, ἀνωτέρους καί κατωτέρους, ὥστε νά μή γίνεται πρόσκομμα στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ὁ τυχόν ἄστατος βίος των.
Κατά συνέπειαν πρέπει ὁ μέλλων νά ἀναλάβει τό καθῆκον νά διαβάζει τά ἀναγνώσματα στήν ἐκκλησία νά εἶναι χειροθετημένος Ἀναγνώστης καί ἄν δέν εἶναι νά μή τολμᾶ ὁ ἴδιος νά ἀσκεῖ αὐτό τό ἔργο, ἀλλ’ οὔτε καί νά τοῦ προσφέρεται μιά τέτοια δυνατότης. Πρέπει ἐπίσης νά ζῆ βίον συνεπῆ καί σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ἐπί πλέον νά διαθέτει μόρφωση, ὀρθοφωνία καί καλή ἄρθρωση. Ἡ γραμματολογική μόρφωση τόν καθιστᾶ ἱκανόν νά ἀποδίδει σωστά τά σημεῖα στίξεως καί νά κατανοεῖ πρῶτος αὐτός τήν ἔννοιαν τῶν ἀναγινωσκομένων, ὥστε νά μπορεῖ νά τήν μεταδίδει καί στούς ἀκροατές του, ἐνῶ ἡ καλή ἄρθρωση τοῦ ἐπιτρέπει νά ἀποδίδει τίς λέξεις μέ τόν ὀρθό τρόπο, γιά νά γίνονται ἀντιληπτές ἀπό τούς ἀκροατές καί νά μή χάνεται ἡ συνέχεια τοῦ λόγου. Ἡ κακή ἄρθρωση εἶναι ἡ αἰτία πού ἀλλοιώνονται τά φωνήεντα ἤ "τρώγονται" ὁλόκληρες συλλαβές, μέ ἀποτέλεσμα νά μή μπορεῖ ὁ ἐκκλησιαζόμενος νά παρακολουθήσει τίς ἔννοιες. Ἄν μάλιστα λάβει κανείς ὑπ` ὄψιν του καί τό ὁπωσδήποτε ὑψηλό γλωσσικό ἰδίωμα στό ὁποῖο εἶναι γραμμένα τά ἱερά μας κείμενα, ἀντιλαμβάνεται τήν δυσκολία πού ἔχουν πολλοί πιστοί νά κατανοήσουν τίς ἔννοιές των, ἰδίως ὅταν αὐτός πού τά ἀποδίδει δέν τούς διευκολύνει εἰς τοῦτο μέ μία καλή καί κατ` ἔννοιαν ἀνάγνωση.».
Ἐπιπλέον, ἀπαραίτητον στοιχεῖον τῆς διακονίας τοῦ Ἀναγνώστου ἀποτελεῖ καὶ τὸ ὕφος καὶ ἦθος τῆς ἀναγνώσεως - ψαλτικῆς των: «Τοὺς ἐπὶ τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καὶ τὴν φύσιν πρὸς κραυγὴν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μὴ ἐν ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καὶ οἰκείων∙ ἀλλὰ μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως τὰς τοιαύτας ψαλμῳδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ. Εὐλαβεῖς γὰρ ἔσεσθαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ τὸ ἱερὸν ἐδίδαξε λόγιον» (Κανὼν ΟΕ΄ ἐν Τρούλλῳ Συνόδου, Πηδάλιον σ. 285). Ἡ ταπεινὴ καὶ σεμνὴ ἀνάγνωσις καὶ ψαλμῳδία ἔχουν σκοπὸν τὴν δημιουργίαν κατανύξεως καὶ προσευχητικῆς διαθέσεως.
Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰ καθήκοντα τοῦ Ἀναγνώστου, ὁ Ἅγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἀναλύει: «Ὅστις ... ἐτάχθη εἰς τὴν τάξιν τοῦ Ἀναγνώστου, ἀρχινᾷ ἔκτοτε καὶ ὑπαναγινώσκει εἰς τὸν λαὸν τὰς θείας Γραφάς, προκαλούμενος εἰς τοῦτο ὑπὸ τοῦ Διακόνου, ἢ Ἱερέως, καὶ τὰ ἱερὰ λόγια τῶν Προφητῶν, καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἱστάμενος εἰς τὸ μέσον ἀσκεπής, καθὼς ἐσφραγίσθη. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ Βῆμα ἔχει εἴσοδον, καὶ χώραν ὡς ὑπηρέτης τοῦ Βήματος, ἀνάπτει τὰ φῶτα, καὶ προσφέρει τὸ πῦρ εἰς τὸν Ἱερέα, καὶ προπορεύεται λαμπαδηφόρος εἰς τὰ Ἅγια, καὶ φέρει εἰς τὸν Ἱερέα τὰς προσφοράς, τὸ ὕδωρ, καὶ τὸ ζέον. Φροντίζει διὰ τὴν εὐπρέπειαν τοῦ Ναοῦ, καὶ ὑπηρετεῖ εἰς ὅσα ἄλλα εἶναι παρόμοια. Προλέγει δὲ καὶ εἰς τοὺς ψάλτας τοὺς θείους ὕμνους, ἤγουν κανοναρχεῖ, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, εἶναι ὑπηρέτης ὅλων τῶν θείων εἰς τὸν Ναόν. Ὅμως πρέπει ὅλα αὐτὰ μὲ εὐλάβεια νὰ τὰ κάμῃ, καὶ νὰ ἐξεύρῃ τίνων εἶναι ὑπρέτης, ὅτι δηλαδὴ ὑπηρετεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ὅσους πλησιάζουσιν εἰς αὐτὸν τὸν Θεόν, καὶ ὅτι ἐμβαίνων εἰς τὸ Βῆμα, ἐμβαίνει ἐκεῖ ὅπου χωροῦσιν οἱ Ἄγγελοι.».
Ὡς ἄμεσος συνέπεια τῶν ὡς ἄνω, ὁ Ἀναγνώστης ὀφείλει ἵνα κυριαρχεῖται ὑπὸ ζεούσης πίστεως καὶ ἐναρέτου ζωῆς∙ νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ φόβον Θεοῦ καὶ εὐλάβειαν. Προϋπόθεσις τῆς διακονίας του εἶναι τὸ φιλακόλουθον καὶ τὸ ταπεινὸν φρόνημα. Δέον ὅπως τυγχάνῃ ἠλεγμένου ἤθους, ὡς καὶ οἱ Κληρικοί μας. Ὅταν ὁ λαὸς ἀναφωνεῖ ἄξιος κατὰ τὴν χειροθεσίαν τοῦ Ἀναγνώστου, τοῦτο δὲν σημαίνει πὼς ὁμολογεῖ ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι παράφωνος ἤ ὅτι κέκτηται πτυχίον Βυζαντινῆς Μουσικῆς, ἀλλὰ ὅτι τὸν θεωρεῖ εὐλαβῆ, σεμνὸν, μὲ μαρτυρίαν καθαρότητος καὶ ἀκεραιότητος. Αὐτοόνητον τυγχάνει ὅτι ἡ ζωή μας δεόν ὅπως διακρίνηται διὰ τὴν καθαρότητα, ἐκκλησιαστικότητα καὶ συνέπειάν της. Ἡ θέσις τοῦ Ἀναγνώστου τυγχάνει περίοπτος καὶ τὸ διακόνημά του ἀποτελεῖ μαρτυρίαν, διὸ καὶ ἡ ζωή του ὀφείλει νὰ εἶναι ἀπαστράπτουσα ἁγνότητος καὶ συνεπείας. Τοιουτοτρόπως ἐπιτυγχάνεται ἡ καλλίκαρπος διακονία ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ὡς τέρμα ἔχει τὴν οὐράνιον Θείαν Λειτουργίαν, ἐν τῷ Παραδείσῳ τῆς τρυφῆς.